- αμεταρρύθμιστος
- ος , ον непреобразованный, переформированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμεταρρύθμιστος — η, ο [μεταρρυθμίζω] αυτός που δεν μεταρρυθμίστηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταρρυθμιστεί, ατροποποίητος … Dictionary of Greek
αμεταρρύθμιστος — η, ο αυτός που δε μεταρρυθμίστηκε ή αυτός που δεν μπορεί να τον μεταβάλει κανείς: Το σπίτι τελικά έμεινε αμεταρρύθμιστο και φυσικά ανοίκιαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαρρύθμιστος — η, ο [διαρρυθμίζω] αυτός που δεν διαρρυθμίστηκε ή δεν μπορεί να διαρρυθμιστεί κατάλληλα, αμεταρρύθμιστος, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek